αζυμοφάγος

αζυμοφάγος
ἀζυμοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει άζυμο* άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζυμος + -φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού ρ. ἐσθίω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άζυμος — Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του… …   Dictionary of Greek

  • αζυμοφαγία — ἀζυμοφαγία, η (Α) [ἀζυμοφάγος] το να τρώει κανείς άζυμο άρτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”